Σταμάτα να μου γράφεις. Δεν πιστεύω σε παραμύθια, δεν μου λέει τίποτα η σκελετωμένη γριά που έδεσε έναν κόμπο στο στομάχι σου.
Σου μιλάω για το τώρα, έχεις ιδέα για το τώρα;
Σταμάτα να σκέφτεσαι το παρελθόν, είναι αργά πια. Η μνήμη είναι μεγάλη πουτάνα, στο χα πει αλλά δε μ’ άκουσες.
Ποτέ σου δε μ’ άκουγες.
Σταμάτα να μου γράφεις και να πετάς τα γράμματά σου -δήθεν τυχαία- κάτω από την πόρτα μου τις νύχτες. Το ξέρω ότι είσαι εσύ, ο βηματισμός σου μου είναι κάτι παραπάνω από γνώριμος: σταθερά βήματα με λυγισμένα γόνατα πότε αριστερά, πότε δεξιά, πότε αριστερά..
Τα χέρια στις τσέπες, -γιατί τα χέρια πάντα στις τσέπες; Τι έχεις να κρύψεις;
Δε τα θέλω τα γράμματα σου σού λέω, δε θέλω να τα βλέπω. Μου θυμίζουν το άρωμά σου και εκείνο το απόγευμα στον βράχο.
Εσύ κατηφόρισες και τα ρούχα μου είχαν νοτίσει με τ’ άρωμά σου από το τυχαίο άγγιγμα του παλτού σου. Είχε αντηλιά και από κάτω φαίνονταν ήσυχη η πόλη. Τελικά ήταν μεγαλύτερη από ότι φαίνονταν, σου είπα, θυμάσαι;
Ξέρεις πόσο καιρό μου πήρε να τον σκοτώσω;
Γι’ αυτό σου λέω,
πάρε τις λέξεις σου
και ζωγράφισε άλλη ιστορία.