Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Να σου πω κάτι;

-Να σου πω κάτι;
-Τι;
-Κάτι μου φταίει. (μου το είχε γράψει και προηγουμένως στο facebook, στο τσατ, για την ακρίβεια) Ξέρεις, δε γράφω πια.

Και βάζει τα κλάματα, μ’ ένα ποτήρι βότκα λεμόνι στο αριστερό χέρι και ένα στριφτό τσιγάρο στο δεξί. Το πρόσωπό της ήταν τετραγωνισμένο και οργανωμένο σε pixel, αποτέλεσμα της φθηνής web κάμερας. Η φωνή της, από την άλλη, είχε ένα παιδιάστικο και παραπονιάρικο τόνο. Με κοιτούσε με το εξίσου παιδιάστικο βλέμμα της και το κεφάλι της ακουμπούσε πότε στον έναν, πότε στον άλλον ώμο, πότε έγερνε μπρος στο πληκτρολόγιο. Αποτέλεσμα της φθηνής βότκας.

-Το σκεφτόμουν σήμερα, της απάντησα ήρεμα.
-Κάτι μου φταίει, συνεχίζει εκείνη και η φωνή της τρέμει καθώς φυσά τον καπνό στην κάμερα.
Κάτι, κάτι, δεν ξέρω. Φίλε, θέλω να τα παρατήσω όλα και να φύγω. Αυτό θέλω.
Κάνει μία παύση, μισοκλείνει το δεξί μάτι κοιτώντας το κενό, σαν να σκέφτεται κάτι που την ταλαιπωρεί.
Αφού αυτό θέλω, ξαναλέει, τι να σου πω;
Υψώνει την φωνή.
Ψέματα να σου πω;


Δεν προλαβαίνω να μιλήσω..
-Ξέρω τι, ξέρω τι!
Συνεχίζει.
Ξέρω σου λέω! Είσαι εδώ;

-Ναι, της απαντάω από την άλλη άκρη.
-Α. Το βρήκα. Άκου..χαμηλώνει εμπιστευτικά στην κάμερα.
Δεν αισθάνομαι! Ναι, δεν αισθάνομαι πια! Θέλω.. θέλω κάτι. Να διαβάσω ποίηση, δεν ξέρω.. να δω μια καλή ταινία! Βαρέθηκα να βλέπω γύρω μου δήθεν ανθρώπους. Ανθρώπους με τρεις χιλιάδες φίλους στο φέισμπουκ και άλλους τόσους "γνωστούς" στην κανονική τους ζωή. Ανθρώπους που γράφουν με ελληνικά στιχάκια από ποιήματα του Καρυωτάκη για να δείξουν ότι είναι καλτ, βιντάζ και όλες αυτές τις μοντερνιές, όπως λέει η Ναταλία! Τα "ψαγμένα". Δε θέλω να χω γνωστούς, εντάξει; Θέλω να χω δυο φίλους. Μόνο δυο! Και να είμαστε κάθε μέρα μαζί! Να μην με θεωρούν κάποια, να μην λένε στους άλλους ότι με έχουν φίλη γιατί εκείνοι δε θα με ξέρουν. Και όμως να μ' αγαπάνε! Αχ ναι, να μ' αγαπάνε γιατί τους αρέσει ο τρόπος που γελάω, γιατί τους αρέσει να πίνουμε μαζί κρασιά και να τους φτιάχνω κρέπες!


Και πίνει μονορούφι ότι είχε απομείνει από το αλκοόλ στο ποτήρι της ακουμπώντας με κρότο το άδειο ποτήρι στο γραφείο. Από πίσω της διέκρινα μια άσπρη συρταριέρα κυριαρχημένη από μικροσκοπικά μπουκαλάκια αρωμάτων ενώ, δίπλα, μια δίφυλλη ντουλάπα επίσης στο ίδιο χρώμα.
Πιο πέρα ένα ήσυχο παράθυρο, κατασκότεινο, θα έλεγα.

-Ναι ρε φίλε. Βγαίνω έξω, δε λέω. Μπορεί να γελάσω , να χορέψω, να διασκεδάσω. Αυτό. Διασκεδάζω από δω και από κει. Δε γελάω με την ψυχή μου, δεν αγαπάω, δε νιώθω. Και δεν έχει να κάνει με γκόμενο. Απλά ΔΕ ΝΙΩΘΩ. Δε νιώθω τίποτα.

Συνεχίζει να κλαίει, πιο έντονα αυτή τη φορά. Σηκώνει το κεφάλι σιγά σιγά κοιτάζωντας κάπως αδιάφορα την οθόνη του υπολογιστή. Δυο γκρίζα ρυάκια διασχίζουν νωχελικά τα σκληρά ζυγωματικά του προσώπου της.

-Το χρειάζεται ο οργανισμός μας κάποιες φορές αυτό, ξέρεις, να μην αισθανόμαστε κάτι, γιατί αλλιώς θα τρελαινόμασταν.
-Θα τον πάρω τηλέφωνο.
-Είσαι χαζή.
-Δεν με νοιάζει που μου φέρθηκε άσχημα στο τέλος, τουλάχιστον μαζί του κάτι ένιωθα. Έναν ενθουσιασμό, έναν θυμό, μια κάποια αγάπη.
-Μην τολμ..
-ΣΟΥΤ. Μη μιλάς. Παίρνω. Με απόκρυψη.
……

«Δεν απαντάει», μου γράφει. «Έχουν μουδιάσει τα χέρια μου»
«Είσαι μαλάκας»
«Κρυώνω. Θα το σηκώσει που θα πάει. Την 625 φορά. Λες να ναι με γκόμενα; Λες να κάνουν sex στο ΔΙΚΟ ΜΟΥ κρεβάτι; Τον αριθμό του τον έχεις; Μηπως παίρνω λάθος αριθμό τόση ώρα;»
«Όχι. Ακόμα να το σηκώσει;»
«Ναι, και θα τον παίρνω μέχρι να το σηκώσει.»
«Τελείωνε»
«Το έκλεισα..κοιμάται»