
Χθες το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Προσπαθούσα με μανία για άλλη μια φορά να ταιριάξω το παρελθόν με το επικείμενο μέλλον μου και να δημιουργήσω ένα αξιοπρεπές παρόν. Μάταια. Ο πονοκέφαλος που μου δημιούργησε ο χορός των αναμνήσεων ήταν αβάσταχτος και όσο και να το ήθελα τα κλειστά μάτια δεν με ξεγελούσαν. Κοίταξα το ρολόι. 05.56. Σηκώθηκα, μάζεψα τα τελευταία πράγματα, έφαγα, πήρα έναν ελληνικό καφέ στο χέρι, έφτασα στον σταθμό, χαιρέτισα τον πατέρα μου και μπαίνοντας μέσα στον ΟΣΕ παρατήρησα με την άκρη του ματιού μου έναν ασπρομάλλη κύριο με ασορτί μουστάκι να κοιμάται σιγοροχαλίζοντας στην πολυθρόνα δίπλα στην πόρτα. Τζιν σακάκι, γαλάζιο πουκάμισο. Θα σας γελάσω αν έχει πλυθεί ποτέ από τότε που αγοράστηκε. Προσπερνώ βιαστικά και κάθομαι τάχα μου άνετη και χαλαρή με το περιοδικό να φλερτάρει επικίνδυνα τις βλεφαρίδες μου (μια προσπάθεια να κρύψω την αμηχανία) ώσπου να 'ρθει το τρένο μου. Κόσμος μπαίνει, επιβιβάζεται στο τρένο των 6, άλλοι κάθονται δίπλα μου. Τους παρακολουθώ με την άκρη του ματιού, δήθεν άνετη πάλι. Κάπου μεταξύ fashion, sex and rock 'n' roll (γκλαμουράτα θέματα που ασχολείται κάθε γυναικείο περιοδικό που σέβεται τον εαυτό του) οι φωνές του αγουροξυπνημένου κυρ-Γιάννη (όπως αποκάλεσε ένας τύπος τον μουστακοφόρο κυριούλι ξυπνώντας τον) και της δημοσιουπαλληλίσκου, που τις ελεύθερες ώρες τις έδινε τα εισιτήρια στον ΟΣΕ, ξεσήκωσαν τον σταθμό στο πόδι και όλους τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους που το έπαιζαν αδιάφοροι και κουλ, όπως εγώ, κοιτώντας πότε -τάχα- στον αέρα και πότε το θέατρο του παραλόγου.
Γέρος: Δώσε μου ένα εισιτήριο
Υπαλληλίσκα: Με το τρένο των 6; Είναι express.
Γ: Ναι (βγάζει τα από την αριστερή τσέπη λεφτά και τα δίνει)
Υ: Είναι ακόμα 6 ευρώ κύριε.
Γ: Είμαι άνω τον 60.
Υ:Όσοι είναι άνω τον 60 μπαίνουν με κανονικό εισιτήριο στο express. Χρωστάτε άλλα 6 ευρώ.
Γ:Δεν έχω, είμαι άνω των 60. Δώσε μου ένα εισιτήριο.
Στην υπόλοιπη συζήτηση κάπου χάθηκα καθώς η αγουροξυπνημένη

φωνή του αγριεμένου κυριούλη έχανε κάπου τις τελευταίες συλλαβές και η υπαλληλίσκα άρχισε να μου θυμίζει την μάγισσα των παιδικών μου χρόνων, αυτή του Hansel και της Gretel. Άσπρο δέρμα, μύτη-παγόβουνο και μαύρο μαλλί-τζίβα απαραιτήτως. Η συζήτηση κατέληξε με τον γέρο να δίνει επιπλέον χρήματα με την λεζάντα "Να τα δώσεις στον γιατρό" και την υπαλληλίσκα να ξεφωνίζει κάτι ευχές. Θύμωσα και - όντας φύση περίεργη- ήμουν έτοιμη να ανοίξω το στόμα μου για την (άριστη!) εξυπηρέτηση άλλης μιας δημόσιας υπηρεσίας (ο πελάτης έχει πάντα δίκιο, μωρό μου, ακόμα και αν δεν έχει!) αλλά από την άλλη η συμπεριφορά του γέρου δεν ήταν από τις καλύτερες.
Σαν τυπικός παρτάκιας του 21ου αιώνα έκανα τα στραβά μάτια και επιβιβάστηκα στο επόμενο τρένο.Μεταξύ ύπνου-ξύπνιου έβλεπα την κοπέλα απέναντι μου να προσπαθεί μετά

βίας να κοιμηθεί, στα δεξιά μου έναν γκριζομάλλη ντυμένο στα καφέ (με σεταρισμένη κάλτσα!) να παίρνει κάθε τρεις και λίγο τηλέφωνο ένα <<παιδί του>> για να το ενημερώσει να μην πετάξει τις εφημερίδες με τα CD του Πάριου και απέναντι έναν επίσης γκριζομάλλη υπερβολικά στρουμπουλο θα έλεγα, με γυαλάκια στρόγγυλα και χείλια σφιγμένα και τις τέσσερις φορές που άνοιξα τα μάτια μου. Ήμουν σίγουρη ότι τον ήξερα,μου ΄ρθε στο μυαλό ο Παπαμιχαήλ, έκανα τον σταυρό μου και επικεντρώθηκα για κανά μισάωρο στηνπρασινισμένη σκεπασμένη-με-άσπρο-σάλι,φύση. Σκοτάδι.
"2 στυλό 50 λεπτά, 2 στυλό 50 λεπτά". Ανοίγω τα μάτια. Άντρας, μεσαίου αναστήματος προς το καλοθρεμμένος θα τον έλεγες (αν ήμασταν στην δεκαετία του 60 standar θα ήταν πλούσιος, τότε και με το ανάστημα τα καταλάβαιναν αυτά) με τραγιάσκα, γυαλί μυωπίας, μπαστούνι και ένα μπλε σκούρο με λεπτή άσπρη ρίγα κουστούμι. Τώρα αυτός γιατί δηλαδή να πουλάει στυλό στο τρένο; Αφού μια χαρά φαίνεται, με το κουστουμάκι του με τα γυαλάκια του, με τα όλα του. Όχι! Αυτό είναι η προστασία του. Τί δηλαδή; Επειδή αναγκάζεται να πουλήσει στυλό για να ζήσει δεν πρέπει να έχει αξιοπρέπεια και να απαιτεί τον σεβασμό από τους άλλους έστω και μέσω τις εμφάνισής του; (*Και μετά θυμήθηκα έναν που του έμοιαζε στο αστικό και με έπιασε η ψυχή μου) Σήμερα να πάω IKEA και μετά Jumbo να πάρω και μπλε στυλό, δεν έχω. Όχι, δεν θα πάρω από τον κύριο με το μπαστούνι, σιγά μην γράφουν. Γιατί να τα δώσω πάλι στους "μεγάλους" ; Μπορεί όντος ο κύριος με το μπαστούνι να τα χρειάζεται. Στο κάτω, κάτω 50 λεπτά μείων δε θα με κάνει impoverished."Συγνώμη κύριε! ΚΥΡΙΕΕΕ!"το θλιμμένο βλέμμα του είχε χαθέι."Θέλω 2 στυλό!". Μου δίνει, με ευχαριστεί, γυρίζω στην θέση μου νιώθοντας δέκα ζευγάρια μάτια πάνω μου.
Φτάνοντας Θεσσαλονίκη, καθώς περιμένω το αστικό, ένας νεαρός γύρω στα 25 αλλοδαπός πιάνει κλαίγοντας μια γριούλα να τον βοηθήσει οικονομικά. Η κακομοίρα, που μάλλον και αυτή την έπιασε η ψυχή της, του έδωσε 1ευρώ. Βλέποντας το σωματότυπο του νεαρού, τα μαυρισμένα δόντια του και τις κόρες των ματιών του με έπιασαν τα νεύρα μου και (όντας φύση περίεργη, όπως ήδη ανέφερα) ήμουν έτοιμη να εξηγήσω στην ηλικιωμένη που ακριβώς θα πήγαιναν τα χρήματά της. (Είναι drugs, drugs, drugs! Είναι all day!) Αλλά δεν το έκανα. Μπαίνοντας στο αστικό βλέπω έναν επίσης ηλικιωμένο με μπαστούνι και ένα καρεκλάκι στο αριστερό χέρι να κάθεται στην θέση για "όσους χρήζουν βοηθείας". Έβγαλε ψιλά από την τσέπη του και τα κοιτούσε για τουλάχιστον 2 λεπτά. Ήταν αυτός *που είχα δει και την προηγούμενη φορά εξίσου καλοντυμένος! Και συγκεκριμένα ήταν ο ίδιος που πουλούσε στυλό στο τρένο, με την διαφορά ότι τώρα δεν κούτσαινε, δεν είχε το βλέμμα του επαίτη το οποίο αντικαταστάθηκε κακήν κακώς από ένα άλλο ψυχρό. Σχεδόν παγωμένο.